Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀρθρ-ίδιος

См. также в других словарях:

  • κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • μεσίδιος — μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος 2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ορθρ ίδιος, πτερ ίδιος). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»