Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρθροβόας

См. также в других словарях:

  • ορθροβόας — ὀρθροβόας, ου, ὁ (Α) (για τον πετεινό) αυτός που κράζει κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βοας] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθροβόας — ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc nom sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθροβόην — ὀρθροβόας early caller masc acc sg (attic epic ionic) ὀρθροβόης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθροβόαν — ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόας early caller masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόας early caller masc acc sg ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόης masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»