-
1 ορθροβοας
(ὄρνις, sc. ἀλεκτρυών Anth.)
См. также в других словарях:
ορθροβόας — ὀρθροβόας, ου, ὁ (Α) (για τον πετεινό) αυτός που κράζει κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βοας] … Dictionary of Greek
ὀρθροβόας — ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc nom sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθροβόην — ὀρθροβόας early caller masc acc sg (attic epic ionic) ὀρθροβόης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθροβόαν — ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόας early caller masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόας early caller masc acc sg ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόης masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)