-
1 ὀρθο-δαής
ὀρθο-δαής, ές, recht wissend, erfahren, Aesch. Ag. 993.
-
2 ὀρθοδαής
ὀρθο-δᾰής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοδαής
-
3 ὀρθοδαής
ὀρθο-δαής, ές, recht wissend, erfahren -
4 ορθοδαης
2хорошо умеющий, искусныйὀ. τῶν φθιμένων ἀνάγειν Aesch. — (Асклепий), искусный в воскрешении умерших
См. также в других словарях:
παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek
πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek
παντοδαής — ές, Α αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek
πρωτοδαής — ές, Α πρωτόπειρος, αρχάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω», βλ. και το ομόρριζο διδάσκω), πρβλ. ὀρθο δαής] … Dictionary of Greek