Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρθο-δᾰής

См. также в других словарях:

  • παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • παντοδαής — ές, Α αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδαής — ές, Α πρωτόπειρος, αρχάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω», βλ. και το ομόρριζο διδάσκω), πρβλ. ὀρθο δαής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»