Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρθοδαής

См. также в других словарях:

  • ορθοδαής — ὀρθοδαής, ές (Α) αυτός που γνωρίζει σωστά πώς να πράξει κάτι («οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοδαῆ — ὀρθοδαής knowing rightly how neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀρθοδαής knowing rightly how masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀρθοδαής knowing rightly how masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»