-
1 ορθοστάδιον
-
2 ὀρθοστάδιον
-
3 ὀρθοστάδιον
A a loose, ungirded tunic, which hung down in straight folds from the neck to the ground (v. στάδιος, στατός), Ar.Lys.45, D.C.63.17:—also [suff] ὀρθο-στάδιος χιτών, Poll.7.49, Eust.1166.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοστάδιον
-
4 ορθοστάδια
-
5 ὀρθοστάδια
-
6 στάδιος
A standing fast and firm, σ. ὑσμίνη close fight, fought hand to hand, Il.13.314, 713, cf. Th.4.38; ἐνὶ σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.7.241, cf. 13.514;ἡ σ. μάχη Ath.6.273f
, cf. σταδαῖος; [πῖδαξ] σταδίη μένει, of a spring from which no water flows, Opp.C.4.326.3 standing upright or straight, σ. χιτών,= ὀρθοστάδιον, an ungirt tunic hanging in straight plaits, Call.Fr.59, cf. στατός; θώραξ ς. a stiff breastplate, plate-armour, opp. στρεπτός or ἁλυσιδωτός, A.R.3.1226 (v. Sch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάδιος
-
7 στατός
A placed, standing, σ. ἵππος a stalled horse, Il.6.506; σ. ὕδωρ standing water, S.Ph. 716 (lyr.); στατοῖς λίκνοισι set up as votive offerings, Id.Fr. 844; λίθος ς. set up, AP9.806.2 of winecoolers, bowls, etc., perh. intended to stand, i.e. not to be lifted,ψυκτηρίσκον τε στατὸν χωροῦντα χοᾶ καὶ μικρῷ πλέον καὶ.. PCair.Zen. 38.8
, cf. 44.32 (iii B.C.);ψυκτήριον στατόν Inscr.Délos 320
B 70 (iii B.C.); στατοὺς δύο ψυκτῆρας prob. cj. in Diox.5: as Subst., στατός, ὁ, large bowl,σ. καὶ κάδος Inscr.Délos 448
B 15 (ii B.C.), cf. IG11(2).126.12 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 320 B 72 (iii B.C.), 442 B 93,156 (ii B.C.), IG7.3498.12,51 (Orop.); στάτος· σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾶς, Hsch.3 [full] στατός (sc. χιτών),= ὀρθοστάδιον or στάδιος χιτών (cf.στάδιος 1.3
), Duris 70 J., Arr.Epict.2.16.9; σ. θώραξ,= στάδιος, Sch. Ar. Pax 1227.4 σ. αὐτόματα standing, forming tableaux, with restricted movements, opp. ὑπάγοντα, Hero Aut.1.7, 20.1.II Στατοί, οἱ, officials at Sparta, IG5(1).145.2 (iii B.C.); compared with the Ἀγαθοεργοί, AB305; στατῶν is cj. for ἀστῶν in Hdt.1.67.III σ. ἱερεῖς, at Rhodes, permanently appointed priests, SIG 725a (i B.C.), cf. IG12(1).786.9.
См. также в других словарях:
ορθοστάδιον — ὀρθοστάδιον, τὸ (Α) είδος χιτώνα χωρίς ζώνη, ο οποίος έφτανε ώς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)] … Dictionary of Greek
ὀρθοστάδιον — a loose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστάδια — ὀρθοστάδιον a loose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοστάδιος — ο (ΑΜ ὀρθοστάδιος, ον) νεοελλ. ειδικός μανδύας για τους φρενοπαθείς, ζουρλομανδύας μσν. αρχ. φρ. «ὀρθοστάδιος χιτών» το ορθοστάδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)] … Dictionary of Greek
orthostade — rare 0. (ˈɔːθəʊsteɪd) [ad. Gr. ὀρθοστάδιον, f. ὀρθό ς ortho ‘upright’ + στάδιος standing.] A long loose tunic which hung down in straight folds, worn by the ancient Greeks. in Webster … Useful english dictionary