-
1 ορεικτίτου
-
2 ὀρεικτίτου
-
3 ὀρι-κτίτης
ὀρι-κτίτης, ὁ, nur συὸς ὀρικτίτου, Pind. frg. 267, wofür Schol. Eur. Phoen. 687 Malth. richtiger ὀρεικτίτου steht; wahrscheinlich aber ist ὀρεικτίστης zu ändern.
-
4 ὀρείκτιτος
1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός ( τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, P. 2.31c) fr. 313. -
5 σῦς
ςῡς (cf. ὖς.) fig.,1 swine ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. ὀρεικτίτου συός fr. 313.
См. также в других словарях:
ὀρεικτίτου — ὀρείκτιτος dwelling in the mountains masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)