-
1 ορεικτιτος
-
2 ὀρείκτιτος
1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός ( τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, P. 2.31c) fr. 313. -
3 ὀρείκτιτος
ὀρεί-κτῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρείκτιτος
-
4 ορικτιτης
-
5 ορεικτίτου
-
6 ὀρεικτίτου
-
7 ὀρίκτιτος
A v. ὀρείκτιτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίκτιτος
См. также в других словарях:
ορείκτιτος — ὀρείκτιτος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
ὀρεικτίτου — ὀρείκτιτος dwelling in the mountains masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίκτιτος — ὀρίκτιτος και ὀρικτίτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ορείκτιτος … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek