-
1 ὀρείχαλκος
ὀρεί-χαλκος, ὁ, das lat. orichalcum oder aurichalcum, ein natürliches Erz u. daraus bereiteter Messing; Beinschienen sind daraus gemacht; auch das künstlich gefertigte Messing. Adjectivisch, von Messing -
2 κνημίς
κνημίς, ῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die Beinschiene, Bedeckung der κνήμη, also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Theilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔϑηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, ὀρείχαλκος, Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῠς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' ἄκρων ταρσῶν εἰς γόνυ διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν ϑώρακα. – Die Schiene ums Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für κνημός. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]
См. также в других словарях:
ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — ο μεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο … Dictionary of Greek
ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek