Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀρείχαλκος

См. также в других словарях:

  • ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — ο μεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο …   Dictionary of Greek

  • ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»