Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κνημίς

См. также в других словарях:

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

  • κνημίς — κνημί̱ς , κνημίς greave fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδα — κνημίς greave fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδας — κνημίς greave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδε — κνημίς greave fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδες — κνημίς greave fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδι — κνημίς greave fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδος — κνημίς greave fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσι — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσιν — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνημίδων — Κνῆμις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»