-
1 ορειπλαγκτος
-
2 ὀρείπλαγκτος
ὀρεί-πλαγκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρείπλαγκτος
-
3 ὀρείπλαγκτος,
ὀρεί-πλαγκτος, u. ὀρει-πλανής, ές, u. ὀρεί-πλανος, bergdurchirrend -
4 οριπλανος
-
5 ὀρί-πλαγκτος
ὀρί-πλαγκτος, f. L. statt ὀρείπλαγκτος.
-
6 ορείπλαγκτοι
-
7 ὀρείπλαγκτοι
-
8 ὀρίπλαγκτος
ὀρι-πλαγκτος, ον,A v. ὀρείπλαγκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίπλαγκτος
См. также в других словарях:
ορείπλαγκτος — ὀρείπλαγκτος και ὀρίπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στα όρη («Νύμφαι τ ὀρείπλαγκτοι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορει / ορι (βλ. λ. όρος [II]) + πλαγκτος (< πλαγκτός < πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] … Dictionary of Greek
ὀρείπλαγκτοι — ὀρείπλαγκτος mountain roaming masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίπλαγκτος — ὀρίπλαγκτος, ον (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορείπλαγκτος … Dictionary of Greek
ορείπλανος — ὀρείπλανος και ὀρίπλανος, ον (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. αλίπλανος, νυκτί πλανος] … Dictionary of Greek
ορειπλανής — ὀρειπλανής και ὀριπλανής, ές (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. οδοι πλανής] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek