Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρείπλαγκτος

См. также в других словарях:

  • ορείπλαγκτος — ὀρείπλαγκτος και ὀρίπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στα όρη («Νύμφαι τ ὀρείπλαγκτοι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορει / ορι (βλ. λ. όρος [II]) + πλαγκτος (< πλαγκτός < πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρείπλαγκτοι — ὀρείπλαγκτος mountain roaming masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίπλαγκτος — ὀρίπλαγκτος, ον (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορείπλαγκτος …   Dictionary of Greek

  • ορείπλανος — ὀρείπλανος και ὀρίπλανος, ον (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. αλίπλανος, νυκτί πλανος] …   Dictionary of Greek

  • ορειπλανής — ὀρειπλανής και ὀριπλανής, ές (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»