-
1 ὀρί-πλαγκτος
ὀρί-πλαγκτος, f. L. statt ὀρείπλαγκτος.
-
2 ὀρίπλαγκτος
ὀρι-πλαγκτος, ον,A v. ὀρείπλαγκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίπλαγκτος
См. также в других словарях:
ορείπλαγκτος — ὀρείπλαγκτος και ὀρίπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στα όρη («Νύμφαι τ ὀρείπλαγκτοι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορει / ορι (βλ. λ. όρος [II]) + πλαγκτος (< πλαγκτός < πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] … Dictionary of Greek