Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀρείονες

См. также в других словарях:

  • ορείονες — ὀρείονες, οί (Α) βλ. ορεάνες …   Dictionary of Greek

  • Ὀρείονες — Ὀρείων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεάνες — ὀρεᾱνες και ὀρειᾱνες και, κατά τον Ησύχ., ὀρείονες, οἱ (Α) (κατά τη μυστική γλώσσα τής Πυθίας) άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. τής λ. ᾶνες απαντά σε διαλεκτικές ονομ. λαών τής Δυτικής Ελλάδας (πρβλ. Ἀκαρν ᾶνες, Δυμ ᾶνες). Ο τ. ὀρείονες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»