-
1 ὀρέστης
ὀρέσ-της, ὁ,A = ἐν ὄρεσι διαιτώμενος, Phot.: elsewh. only as pr. n. [full] Ὀρέστης, voc. Ὀρέστα, S.El.6,15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρέστης
-
2 ὄρος
Grammatical information: n.Meaning: `mountain, height'; also (in Egypt) `desert' in contrast to cultivated plain (Il.).Other forms: w. metr. length. οὔρ-εος, - εα etc. (ep.), also ὤρ-εος, - εα (Theoc.); Megar. ὄρρος and Chalcid. (RPh. 71, 1997, 170)Compounds: As 1. member 1. w. unenlarged stem a.o. in ὀρεσκῳ̃ος (s. v.); 2. themat. enlarged e.g. in ὀρεο-σέλινον n. `mountain-parsley' (Thphr.; Risch IF 59, 257, Strömberg Pflanzn. 33 a. 116); 3. often in dat. sg. (= loc.), e.g. ὀρει-δρόμος `roming in the mountains' (Pi., E., Nonn.), after thir a.o. ὀρεί-χαλκος m. `mountain ore, brass (h. Hom. 6, 9, Hes. Sc. 122; Risch 59, 27; on the meaning Michell ClassRev. 69, 21 f.), Lat. LW [loanword] orichalcum, folketym. auri-; also ὠρό-χαλκος (Peripl. M. Rubr., PGiss. 47, 6; - ο- in comp.boundary, ὠ- = Lat. au-?); 4. in dat. pl., e.g. ὀρεσί-τροφος `grown up in the mountains' (Hom.).Derivatives: 1. ὀρέσ-τερος `living in the mountains, to consist of mountains' (Χ 93; Chantraine Études 36 w. n.3 a. lit.); 2. ὄρειος (= *ὄρεσ-ιος), ep. lyr. οὔρ-, `mountainous' (h. Merc. 244), f. - ειάς (AP), as subst. `mountain-nymph' (Bion, Nonn.); 3. ὀρεινός (\< *ὀρεσ-νός) `id.' (IA.); 4. Όρέσ-της m. PN (Il.) with Όρεστ-άδης (Fraenkel Nom. ag. 2, 184), ὀρέστ(ε)ιον n. = ἑλένιον (Dsc., Plin.; Strömberg Pflanzenn. 102); Όρέσ-ται m. pl. "highlander", name of an Epeirotic people (Th.); ὀρεστ-ιάδες νύμφαι (Ζ 420, h. Hom. 19, 19); metr. for *ὀρεστ-άδ- (Schwyzer 508); ὀρεστ-ίας m. `mountain wind' (Call.; like Όλυμπίας a.o., Chantraine Form. 95); 5. ὀρώδης `mountainous' (EM).Etymology: Prop. prob. *"elevation" as verbal noun of ὄρνυμαι, ὀρέσθαι `rise etc.' (s.v. w. lit.); cf. Chantraine Form. 417, Schwyzer 512 and Porzig Satzinhalte 300 (so * h₃er-os). A further deriv. of this s-stems may be found in Skt. r̥ṣ-vá- `ricing up, high'; vgl. auch ὄρρος und ὀρσοθύρη.Page in Frisk: 2,426Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρος
См. также в других словарях:
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
ορεσκώος — ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος 2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό ὀρεσ (< ὄρος* [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
φερέσβιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παράγει τα χρήσιμα και κατάλληλα για τη ζωή 2. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. για μετρικούς λόγους, αντί τού αναμενόμενου *φερέβιος (< φέρω* + βίος) αναλογικά προς τους τ.: φερε σσακής*… … Dictionary of Greek