Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀπύω

См. также в других словарях:

  • οπυάζομαι — ὀπυάζομαι (Α) (αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • οπυίω — ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α) 1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι 2. παθ. ὀπυίομαι (για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι 3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι 4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίων έγγαμος, παντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • οπυιόλαι — ὀπυιόλαι και ὀπυόλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γεγαμηκότες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα όλαι, πληθ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλης] …   Dictionary of Greek

  • οπυστύς — ὀπυστύς, ύος, ἡ (Α) ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. δαι τύς, μνησ τύς). Το σ τού τ. είναι πιθ. αναλογικό προς το σ άλλων λ. με την ίδια κατάλ. (πρβλ. γελασ τύς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»