Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Αιθίοπας

См. также в других словарях:

  • Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… …   Dictionary of Greek

  • Αιθίοπας — ο θηλ. ίδα και ίνα αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή μένει εκεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αἰθίοπας — Αἰθίοψ Burnt face masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AETHIOPIA — I. AETHIOPIA Diana cognominata est, teste Steph. II. AETHIOPIA incolis Abexin, et Abissia nostirs, regio Africae amplissima, cis et ultra Aequatorem extensa, gemina. Una sub Aegypto inter Nilum et sinum Arabicum late patens, in qua Meroe insula;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • List of country-name etymologies — This list covers English language country names with their etymologies. Some of these include notes on indigenous names and their etymologies. Countries in italics are endonyms or no longer exist as sovereign political entities. Contents A B C D… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αιθίοψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηφαίστου, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αιθίοπες και η Αιθιοπία. Πιστεύεται πως η σχέση με τον σιδηρουργό Ήφαιστο οφείλεται στο μαύρο χρώμα των Αιθιόπων. * * * Αἰθίοψ ( οπος), ο (Α) βλ. Αιθίοπας. Στη Μυκηναϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπίς — Αἰθιοπίς ( ίδος), η (Α) θηλυκό τού Αἰθίοψ (βλ. Αιθίοπας) …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] …   Dictionary of Greek

  • Αιθιόπισσα — η (Α Αἰθιόπισσα) (θηλ. τού Αἰθίοψ, Αιθίοπας) γυναίκα που κατάγεται από την Αιθιοπία …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»