-
1 ὀπωρο-πώλης
ὀπωρο-πώλης, ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.
-
2 ὀπωροπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπωροπώλης
-
3 ὀπωροπώλης
ὀπωρο-πώλης, ὁ, Obsthändler
См. также в других словарях:
ιπποπώλης — ο πωλητής ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης οπωρο πώλης] … Dictionary of Greek
κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] … Dictionary of Greek