-
1 οπισθίους
-
2 ὀπισθίους
-
3 ἄ-ωρος
ἄ-ωρος ( ὥρα), 1) unzeitig, unreif, Ael. N. A. 12, 5; Ggstz ὥριμος Nicomach. Ath. VII, 291 a (vs. 21); zu früh, τελευτή Antiph. III α 2; συμφοραί β 12; τύχη Eur. Hec. 425; Aesch. Eum. 944; ϑάνατος Or. 1030, wie im scol. Ath. XV, 694 c; ἄωρον ϑανεῖν Her. 2, 79; ἀπολέσαι Eur. I. A. 1218; οἱ ἄωροι geradezu = die früh Gestorbenen, Apollnds. com. bei Stob. flor. 119, 14, Ggstz γέροντος ἐκφορά; τοῦ γήρως ἀωρότερον πράττειν, was sich für's Alter nicht recht paßt, Plut. Syll. 2; γάμος zu spät, Dion. Hal. 4, 7; unpassend, 10, 11. – 2) ungestaltet, unförmlich; vielleicht gehört hierher Odyss. 12, 89 τῆς (der Scylla) ἤτοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι, vgl. die verschiedenen Erklär. in den Scholl.; die daselbst citirte Stelle des Komikers Philemon, in welcher τοὺς ἀώρους πόδας u. ὀπισϑίους einander entgegengesetzt werden, s. Meineke Comicc. Gr. Fragm. 4 p. 52. – Uebh. häßlich, Plat. Rep. IX, 574 c; Xen. Mem. 1, 3, 14 Symp 8, 21 dem ὡραῖος entgegengesetzt. – 3) ( ὤρα) unbekümmert, ἀφύλακτος, Hesych.
-
4 ἄωρος
A untimely, unseasonable, χειμών, τύχαι, A.Pers. 496, Eu. 956 (lyr.); ; ;ξυνουσίη Aret.CD1.4
(butἄ. γάμος
too late,D.H.
4.7); ;μετὰ μάχην ἱκετεύειν ἄωρον ἐδόκει J.BJ5.11.1
;ἄ. θανεῖν E.Alc. 168
, cf. Hdt.2.79; οἱ ἄ. those who die untimely, Apollod.Com.4, cf. Philostr.VA6.4; esp. of those dying unmarried, PMag.Par.1.342, cf. 2725; in Epitaphs,ὤλετ' ἄ. IG12.977
: [comp] Sup. ἀωρώτατε (sic) Sammelb. 1420; ἕνεκα χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄ. unripe (for death), Metrod.52;ἀώροις περιπέσοιτο συμφοραῖς Epigr.Gr.376
([place name] Aezani): [comp] Comp. γήρως ἀωρότερα πράττειν things unbecoming old age, Plu.Sull.2.2 unripe, of fruit, Dsc.1.126, LXX Wi.4.5; of fish, out of season, opp. ὥριμος, Nicom.Com.1.21: metaph.,ἄωρος πρὸς γάμον Plu.Lyc.15
; ἄ. ὥρα Id. Comp. Thes.Rom.6.3 without youthful freshness, ugly, Eup.69, X.Mem.1.3.14 ([comp] Sup.), Pl.R. 574c. Adv.- ρως J.AJ4.8.19
.------------------------------------A ; one of the Sch. expld. it as κρεμαστοί, ἀπὸ τοῦ αἰωρῶ, but more prob. = ἄκωλοι, as Sch.HQ, from [dialect] Ion.ὤρη B.
II ἄωροι πόδες fore-feet,οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι.. πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem.145
.------------------------------------
См. также в других словарях:
ὀπισθίους — ὀπίσθιος hinder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… … Dictionary of Greek
ημιυμενώδης — ες ανατ. ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semimembranosus (muscle) < semi (πρβλ. ημι ) + membranosus «υμενώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] … Dictionary of Greek
κρικαρυταινοειδής — ές φρ. ανατ. «κρικαρυταινοειδής μυς» καθένας από τους τέσσερεις μυς, δύο πλάγιους και δύο οπίσθιους, που συμβάλλουν στην κατασκευή τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico arytenoϊdien < crico (< κρίκος) + arytenoϊdien (<… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek