-
1 οξυδουπος
-
2 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύδουπος
-
3 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone -
4 οξύδουπα
-
5 ὀξύδουπα
См. также в других словарях:
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
ὀξύδουπα — ὀξύδουπος sharp sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek