-
1 ὀξύ-δουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone, κύμβαλα, Philp. 6 (VI, 94).
-
2 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύδουπος
-
3 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone -
4 οξυδουπος
См. также в других словарях:
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] … Dictionary of Greek