-
61 οξυστομος
-
62 οξυτομος
-
63 οξυτονεω
-
64 οξυτονος
21) пронзительный, громкий(γόοι, ὠδαί Soph.)
2) издающий пронзительный свист, воющий(πνεῦμα Soph.)
3) грам. имеющий ударение на последнем слоге -
65 οξυτορος
-
66 οξυφθογγος
-
67 οξυφρων
-
68 οξυφωνια
-
69 οξυφωνος
-
70 οξυχειρ
1) производимый быстрой рукой, т.е. быстрый, проворный2) дающий волю рукам, лезущий драться(ὀ. καὴ πάροινος Lys.)
3) ловкий на руку, т.е. вороватый(τῆς Μαίας βρέφος Luc.)
-
71 οξυχειρια
-
72 οξυχολον
-
73 οξυχολος
-
74 οξυωπης
-
75 οξυωπια
-
76 περιρρηγνυμι
περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
77 περιρρηγνυω...
περιρρηγνύω...περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
78 συναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
79 συνηκω
-
80 τυπτω
(fut. τυπτήσω, aor. 1 ἔτυψα - Arst. ἐτύπτησα, aor. 2 ἔτῠπον; pass.: aor. 1 ἐτύφθην, aor. 2 ἐτύπην с ῠ, pf. τέτυμμαι - поздн. τετύπτημαι; inf. pf. pass. τετύφθαι)1) бить, ударять(ῥοπάλοισιν, sc. ὄνον Hom.)
σκήπτρῳ τυπείς Soph. — получив удар палкой;τ. τινὰ ἐπὴ κόρρης Plat. — дать кому-л. пощечину;τύπτεσθαι μάστιγι πεντήκοντα πληγάς Aeschin. — получать пятьдесят ударов кнутом;ἅλα τ. ἐρετμοῖς Hom. — ударять море веслами, т.е. грести;τ. χθόνα μετώπῳ Hom. — хлопнуться о землю лбом;ἴχνια τ. πόδεσσι Hom. — спешить по (чьим-л.) следам2) поражать, ранить(ξίφεσίν τε καὴ ἔγχεσιν Hom.; τέν συνείδησίν τινος NT.)
γαστέρα и κατὰ γαστέρα τ. Hom. — ранить в живот;καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Her. — быть смертельно раненым;πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. — раненный мечом в бок;3) жалить, колоть(τινά Anacr.; πόδα τινός Theocr.; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Xen.)
4) перен. поражать, глубоко задеватьτὸν δ΄ ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε Hom. — острая боль пронзила его душу;
ἥ ἀληθηΐη τῶν λόγων ἔτυψε (τὸν Καμβύσεα) Her. — правдивость этих слов сразу осенила Камбиса;ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. — постигнутый несчастьем5) (об ударах, ранах и т.п.) наносить, причинять(ἕλκεα Hom.)
τύπτεσθαί τινα Her. — горестно оплакивать кого-л.
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek