Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἕλκεα

См. также в других словарях:

  • ἕλκεα — ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλκε' — ἕλκεα , ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἕλκει , ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκει , ἕλκος wound neut dat sg ἕλκεε , ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἕλκει …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφύω — (AM ἐκφύω) 1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω 2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι αρχ. 1. (για γυναίκα) γεννώ 2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής («λάλημα ἐκπεφυκός» φλύαρος εκ… …   Dictionary of Greek

  • εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… …   Dictionary of Greek

  • περιμάδαρος — ον, Α μαδαρός, εκλεπισμένος ολόγυρα («ἕλκεα περιμάδαρα, τὰ ἀνώμαλα καὶ ἄτυφα», Ερωτιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαδαρός «μαλακός, φαλακρός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»