-
1 ὀξυ-φεγγής
ὀξυ-φεγγής, ές, scharf, hell glänzend, ῥόδα, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.
-
2 ὀξυφεγγής
ὀξυ-φεγγής, ές, scharf, hell glänzend
См. также в других словарях:
οξυφεγγής — ὀξυφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής] … Dictionary of Greek