-
1 οξυκωκυτος
См. также в других словарях:
πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] … Dictionary of Greek
οξυκώκυτος — ὀξυκώκυτος, ον (Α) αυτός που θρηνήθηκε με γοερές κραυγές («παιδὸς τόδ ᾔσθετ ὀξυκώκυτον πάθος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κωκυτός «θρήνος»] … Dictionary of Greek