Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀξυόεις

См. также в других словарях:

  • οξυόεις — ὀξυόεις, εσσα, εν (Α) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυόεν — ὀξυόεις with sharp teeth masc voc sg ὀξυόεις with sharp teeth neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυόεντα — ὀξυόεις with sharp teeth neut nom/voc/acc pl ὀξυόεις with sharp teeth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυόεντι — ὀξυόεις with sharp teeth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»