-
1 οξυοεις
См. также в других словарях:
οξυόεις — ὀξυόεις, εσσα, εν (Α) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ὀξυόεν — ὀξυόεις with sharp teeth masc voc sg ὀξυόεις with sharp teeth neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυόεντα — ὀξυόεις with sharp teeth neut nom/voc/acc pl ὀξυόεις with sharp teeth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυόεντι — ὀξυόεις with sharp teeth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek