-
1 ονειδιστικός
-
2 ὀνειδιστικός
-
3 ὀνειδιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειδιστικός
-
4 ονειδιστικά
ὀνειδιστικόςreproachful: neut nom /voc /acc plὀνειδιστικά̱, ὀνειδιστικόςreproachful: fem nom /voc /acc dualὀνειδιστικά̱, ὀνειδιστικόςreproachful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ὀνειδιστικά
ὀνειδιστικόςreproachful: neut nom /voc /acc plὀνειδιστικά̱, ὀνειδιστικόςreproachful: fem nom /voc /acc dualὀνειδιστικά̱, ὀνειδιστικόςreproachful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ονειδιστικώτερον
ὀνειδιστικόςreproachful: adverbial compὀνειδιστικόςreproachful: masc acc comp sgὀνειδιστικόςreproachful: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ὀνειδιστικώτερον
ὀνειδιστικόςreproachful: adverbial compὀνειδιστικόςreproachful: masc acc comp sgὀνειδιστικόςreproachful: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ονειδιστικών
-
9 ὀνειδιστικῶν
-
10 ονειδιστικόν
-
11 ὀνειδιστικόν
-
12 ονειδιστικαί
-
13 ὀνειδιστικαί
-
14 ονειδιστικοίς
-
15 ὀνειδιστικοῖς
-
16 ονειδιστικοί
-
17 ὀνειδιστικοί
-
18 ονειδιστικούς
-
19 ὀνειδιστικούς
-
20 ονειδιστικώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀνειδιστικός — reproachful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς … Dictionary of Greek
ονειδιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνειδος ή στον ονειδισμό, ο προσβλητικός, ο υβριστικός, ο κοροϊδευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνειδιστικά — ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc pl ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc/acc dual ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικώτερον — ὀνειδιστικός reproachful adverbial comp ὀνειδιστικός reproachful masc acc comp sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικῶν — ὀνειδιστικός reproachful fem gen pl ὀνειδιστικός reproachful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικόν — ὀνειδιστικός reproachful masc acc sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικαί — ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικοῖς — ὀνειδιστικός reproachful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικοί — ὀνειδιστικός reproachful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστικούς — ὀνειδιστικός reproachful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)