-
1 ομφαλόεσσα
-
2 ὀμφαλόεσσα
-
3 ομφαλοέσσας
ὀμφαλοέσσᾱς, ὀμφαλόειςhaving a navel: fem acc plὀμφαλοέσσᾱς, ὀμφαλόειςhaving a navel: fem gen sg (doric aeolic) -
4 ὀμφαλοέσσας
ὀμφαλοέσσᾱς, ὀμφαλόειςhaving a navel: fem acc plὀμφαλοέσσᾱς, ὀμφαλόειςhaving a navel: fem gen sg (doric aeolic) -
5 ἀσπίς
A shield,εὔκυκλος Il.14.428
, al.;κυκλοτερής Hdt.1.194
;ἀσπίδος κύκλος A.Th. 489
;ὀμφαλόεσσα Il.4.448
, al.; opp. Thracian πέλτη and Persian γέρρον, X.An.2.1.6, Mem.3.9.2; ἀσπίδα ῥῖψαι, ἀποβαλεῖν, Anacr.28, Ar.V.19, cf. Hdt.5.95: to estimate a victory,ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας X.HG1.2.3
: metaph.,οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀ. οὐ μικρὰ θράσους A.Ag. 1437
;τὴν ἀ. ἀποβέβληκεν τοῦ βίον Nicostr.
Com.29, cf. Lib.Or.62.47.2 collective, body of men-at-arms,ὀκτακισχιλίη ἀ. Hdt.5.30
, cf. E.Ph.78, X.An.1.7.10.3 military phrases, ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι to be drawn up twenty-five deep or in file, Th.4.93; ;ἵστασθαι ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ar.Fr.66
; ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος in single line, Isoc.6.99; ἐπ' ἀσπίδα, παρ' ἀσπίδα (opp. ἐπὶ δόρυ), on the left, towards or to the left, because the shield was on the left arm, X.Cyr.7.5.6, An.4.3.26;παρ' ἀσπίδος A.Th. 624
;ἐξ ἀσπίδος Plb.11.23.5
; but παρ' ἀσπίδα, literally, beside the shield, Il. 16.400; παρ' ἀ. στῆναι stand in battle, E.Med. 250, Ph. 1001; παρ' ἀ. βεβηκέναι ib. 1073; , cf. Hel. 734;ἐς ἀσπίδ' ἥξειν Id.Ph. 1326
; ἀσπίδας συγκλείειν (cf. συγκλείω); ἀσπίδα τίθεσθαι
serve in the ranks,Pl.
Lg. 756a; but θέσθαι τὰς ἀ. pile shields, X.HG2.4.12; ἐπειδὰν ἀ. ψοφῇ when the shields ring, i.e. when two bodies of men meet in a charge, Id.An.4.3.29; ἀσπίδα ἀναδέξαι, ἆραι, as a signal, Hdt.6.115, X.HG2.1.27.4 of a round, flat bowl, Aristopho 14.II asp, Egyptian cobra, Coluber haié, Hdt.4.191, Men.702, Nic.Th. 158, Ph.2.570, Ael.NA10.31; a play on signff. I and II, Ar.V.23.
См. также в других словарях:
ὀμφαλόεσσα — ὀμφαλόεις having a navel fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλοέσσας — ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem acc pl ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek