Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀμματο-στερής

См. также в других словарях:

  • ηλιοστερής — ἡλιοστερής, ές (Α) (για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυρο στερής, ομματο στερής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»