-
1 ἀναμένω
A wait for, await,ἀνέμεινα.. Ἠῶ δῖαν Od.19.342
; νύκτα, τὸν ἥλιον, Hdt.7.42,54;τέλος δίκης A.Eu. 243
; freq. in E., and [dialect] Att. Prose:—οὐδὲ.. ἐπιθυμίαν ἀναμένεις dost not wait for desire to arise, X.Mem.2.1.30, cf. Smp. 4.41;ἀ. τινά Hdt.9.57
; face an enemy in battle, Pi.P.6.31: c. acc. et inf.,οὐκ ἀ. τοὺς Ἕλληνας μάχης ἄρξαι Hdt.8.15
:ἀ. φῦναι τὰς τρίχας Id.5.35
;ἀ. ἡμέραν γενέσθαι Th.4.135
, cf. 120: foll. by relat. clauses, ἀ. ἕως ἄν .. Pl.Ly. 209a;ἀ. αὐτοὺς ἔστ' ἐμφάγοιέν τι X.Cyr.8.1.44
; ποῖ χρῆν ἀναμεῖναι; i. e.ἐς τίνα χρόνον; Ar.Lys. 526
: abs., wait, stay,Ἑρμῆς.. οὐκέτ' ἀμμένει S.El. 1397
, cf. 1389, Tr. 528, Ar.Ra. 175: c. part.,πεινῶν ἀ. Id.V. 777
.2 put off, delay, X.Cyr.1.6.10: c. inf., D.19.224.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμένω
-
2 ὀμ-
См. также в других словарях:
ομ — ὀμ (Α) (αιολ. τ.) (πρόθεση) ανά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τής πρόθεσης ἀνά προ τών χειλικών συμφώνων (πρβλ. αιολ. ὀμμένω αντί ἀναμένω): ἀνά > ἀν (με αποκοπή) > ὀν (με κώφωση) > ὀμ (με αφομοίωση)] … Dictionary of Greek