Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλυμπιονίκης

См. также в других словарях:

  • ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπιονίκης — Ὀλυμπιονί̱κης , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem gen sg (attic epic ionic) Ὀλυμπιονί̱κης , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολυμπιονίκης — ο αυτός που νίκησε σε Ολυμπιακούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀλυμπιονῖκα — Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc voc sg (doric) Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισίρροδος — Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο, γιος του Καλλιάνακτα και της Καλλιπάτειρας, που νίκησε στους πυγμαχικούς αγώνες. Η μητέρα του, επιθυμώντας να δει τον θρίαμβο του γιου της, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν την είσοδο των… …   Dictionary of Greek

  • Ταυροσθένης — Ολυμπιονίκης από την Αίγινα. Κατά την παράδοση, η νίκη του αναγγέλθηκε αυθημερόν στον πατέρα του υπό φάσματος. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι ήταν τόσο βέβαιος ότι θα νικήσει, ώστε θέλοντας να αναγγείλει τη νίκη του την ίδια μέρα στους Αιγινίτες …   Dictionary of Greek

  • Τόφαλος, Δημήτριος — Ολυμπιονίκης. Διακρίθηκε στο αγώνισμα της άρσης βαρών και στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1906 νίκησε τον Αυστριακό επαγγελματία αθλητή Στάιμπαχ. Δυο χρόνια αργότερα πήγε στις ΗΠΑ, όπου αρχικά έκανε επιδείξεις άρσης βαρών και στη συνέχεια ασχολήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπιονῖκαι — Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»