-
1 Ολυμπιονίκης
Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (doric) -
2 Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (doric) -
3 ολυμπιονικης
III(τεθμός, ὕμνος Pind.)
-
4 ολυμπιονίκης
ο олимпийский чемпион -
5 ολυμπιονίκης
[олимбионикис] ουσ. победитель на олимпийских играх,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ολυμπιονίκης
-
6 ολυμπιονίκης
[олимбионикис] ουσ победитель на олимпийских играх. -
7 Ὀλυμπιονίκης
A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R. 465d, Arist.Rh. 1365a25.II as Adj., Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιονίκης
-
8 ὀλυμπιονίκης
ὀλυμπιο-νίκης, ὁ, der Sieger in den olympischen Spielen; adj., die olympischen Spiele betreffend -
9 ολυμπιονίκης
olimpiyat şampiyonu -
10 ολυμπιονικος
-
11 ουλυμπιονικας
- ου ὅ = ὀλυμπιονίκης См. ολυμπιονικης I -
12 олимпийский
олимпийский ολυμπιακός \олимпийскийие игры οι Ολυμπιακοί Αγώνες· τα Ολύμπια (в древней Греции)' \олимпийский чемпион о ολυμπιονίκης· \олимпийский огонь η ολυμπιακή φλόγα· \олимпийскийая медаль το ολυμπιακό μετάλλιο· \олимпийскийая эмблема το ολυμπιακό έμβλημα· \олимпийскийая деревня το ολυμπιακό χωριό* * *Олимпи́йские и́гры — οι Ολυμπιακοί Αγώνες; τα Ολύμπια ( в Древней Греции)
олимпи́йский чемпио́н — ο ολυμπιονίκης
олимпи́йский ого́нь — η ολυμπιακή φλόγα
олимпи́йская меда́ль — το ολυμπιακό μετάλλιο
олимпи́йская эмбле́ма — το ολυμπιακό έμβλημα
олимпи́йская дере́вня — το ολυμπιακό χωριό
-
13 Ολυμπιονίκα
Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc voc sg (doric)Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric) -
14 Ὀλυμπιονῖκα
Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc voc sg (doric)Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric) -
15 Ολυμπιονίκα
Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc /acc dualὈλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom /voc /acc dual (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen sg (doric aeolic) -
16 Ὀλυμπιονίκα
Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc /acc dualὈλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom /voc /acc dual (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen sg (doric aeolic) -
17 Ολυμπιονίκας
Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc plὈλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc pl (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric aeolic) -
18 Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc plὈλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc pl (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric aeolic) -
19 Ολυμπιονίκη
Ὀλυμπιονί̱κη, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κη, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc voc sg (doric)——————Ὀλυμπιονί̱κῃ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem dat sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κῃ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc dat sg (attic epic doric ionic) -
20 Ολυμπιονίκου
Ὀλυμπιόνικοςvictorious in the Olympic games: masc /fem /neut gen sgὈλυμπιονί̱κου, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen sg (doric)Ὀλυμπιονί̱κου, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονίκης — Ὀλυμπιονί̱κης , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem gen sg (attic epic ionic) Ὀλυμπιονί̱κης , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολυμπιονίκης — ο αυτός που νίκησε σε Ολυμπιακούς αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀλυμπιονῖκα — Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc voc sg (doric) Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισίρροδος — Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο, γιος του Καλλιάνακτα και της Καλλιπάτειρας, που νίκησε στους πυγμαχικούς αγώνες. Η μητέρα του, επιθυμώντας να δει τον θρίαμβο του γιου της, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν την είσοδο των… … Dictionary of Greek
Ταυροσθένης — Ολυμπιονίκης από την Αίγινα. Κατά την παράδοση, η νίκη του αναγγέλθηκε αυθημερόν στον πατέρα του υπό φάσματος. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι ήταν τόσο βέβαιος ότι θα νικήσει, ώστε θέλοντας να αναγγείλει τη νίκη του την ίδια μέρα στους Αιγινίτες … Dictionary of Greek
Τόφαλος, Δημήτριος — Ολυμπιονίκης. Διακρίθηκε στο αγώνισμα της άρσης βαρών και στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1906 νίκησε τον Αυστριακό επαγγελματία αθλητή Στάιμπαχ. Δυο χρόνια αργότερα πήγε στις ΗΠΑ, όπου αρχικά έκανε επιδείξεις άρσης βαρών και στη συνέχεια ασχολήθηκε … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονῖκαι — Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek