-
1 ὀλιγο-φόρος
ὀλιγο-φόρος, wenig tragend, οἶνος, Wein, der wenig Wasser verträgt, weil er an sich schwach ist, Ggstz πολυφόρος, Schol. Ar. Plut. 854 Thesm. 169.
-
2 ὀλιγοφόρος
ὀλῐγο-φόρος, ον,A that can bear but little, of weak wine, that will bear but little water, Hp.Acut.56, Gal.6.807, cf. Sch.Ar.Pl. 854.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοφόρος
-
3 ὀλιγοφόρος
ὀλιγο-φόρος, wenig tragend, οἶνος, Wein, der wenig Wasser verträgt, weil er an sich schwach ist, Ggstz πολυφόρος
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek