Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυφόρος

См. также в других словарях:

  • πολυφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφορος — bearing much masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • πολυφορώτατον — πολύφορος bearing much masc acc superl sg πολύφορος bearing much neut nom/voc/acc superl sg πολυφόρος masc acc superl sg πολυφόρος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφορωτάτην — πολύφορος bearing much fem acc superl sg (attic epic ionic) πολυφόρος fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφορωτέρους — πολύφορος bearing much masc acc comp pl πολυφόρος masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόροις — πολύφορος bearing much masc/fem/neut dat pl πολυφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρον — πολυφόρος masc/fem acc sg πολυφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρου — πολύφορος bearing much masc/fem/neut gen sg πολυφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρους — πολύφορος bearing much masc/fem acc pl πολυφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρῳ — πολύφορος bearing much masc/fem/neut dat sg πολυφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»