Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλβο-δοτήρ

См. также в других словарях:

  • πλουτοδοτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλουτοδότειρα, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος και επίθ. τής Δήμητρος) πλουτιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δοτήρ] …   Dictionary of Greek

  • ολβοδοτήρ — ὀλβοδοτήρ, ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α) αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο δοτήρ] …   Dictionary of Greek

  • παντοδότειρα — η, ΝΑ (για γη) αυτή που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (πρβλ. ολβο δότειρα)] …   Dictionary of Greek

  • χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»