-
1 οκρίβας
-
2 ὀκρίβας
-
3 ὀκρίβας
A platform or tribune in the Odeum at Athens, on which the actors appeared at the Proagon, Pl.Smp. 194b ; but expld. as τὸ λογεῖον ἐφ' οὗ οἱ τραγῳδοὶ ἠγωνίζοντο, Hsch.2 = κόθορνος, Philostr.VA6.11, VS1.9.1 : in pl., Id.VA5.9, Them.Or. 26.316d, Luc.Ner.9.II generally, like κιλλίβας,1 painter's easel, Poll.7.129.2 raised seat of the chariot-driver, Hsch., Phot., Suid.3 dub. sens.,ὑπερθέντων ὀκρ[ίβαντα] IG12(8).261
([place name] Thasos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκρίβας
-
4 οκριβάντων
-
5 ὀκριβάντων
-
6 οκρίβαντα
-
7 ὀκρίβαντα
-
8 οκρίβαντας
-
9 ὀκρίβαντας
-
10 οκρίβαντες
-
11 ὀκρίβαντες
-
12 οκρίβαντι
-
13 ὀκρίβαντι
-
14 οκρίβαντος
-
15 ὀκρίβαντος
-
16 οκρίβασιν
-
17 ὀκρίβασιν
-
18 ὀκρίβατον
ὀκρίβατον· σχῆμα ἡνιόχου, Hsch. (i. e. ὀκρίβας· ὄχημα ἡνιόχου, v. foreg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκρίβατον
-
19 ἀλίβας
ἀλίβας, - αντοςGrammatical information: m.Meaning: `corpse, a dead' (Pl. R. 387 c, H.), also of the Styx (S. Fr. 790) and metaphorically of wine-vinegar (Hippon.). ἀλίβας· νεκρός ἦ βροῦχος ἦ ποταμός ἦ ὄξος H.; other glosses s. Peiffer ad Call. fr. 216 (v.l. ἁ-; the vowel is perhaps long).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The antique explanation as `sapless' with α privativum and λιβάς is popular etymology (defended by Lawson ClassRev. 40, 52ff., 116ff.; cf. Wilamowitz Herm. 54, 64. Wrong Immisch Arch. f. Religionswiss. 14, 449f. Furher Petersson Gr. u. lat. Wortstudien (1922) 3f. Kretschmer Glotta 28, 269 connected Etr. lupu `he died', Lat. Libitina; possible, but uncertain. The deviant shape of the word and forms like ὀκρίβας, κιλλίβας, λυκάβας, Κορύβαντες (not to βαίνω of course) make it clear that this is a substr. word.Page in Frisk: 1,72Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλίβας
-
20 κιλλίβᾱς
κιλλίβᾱςGrammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Perh. from κίλλος `ass', with the suffix as in synonymous ὀκρίβας (cf. Schwyzer 448). On the meaning cf. e. g. ὄνος, ὀνίσκος `winch', Fr. chevalet `support', NHG. Esel, Bock `id.' etc. The suffix may be Pre-Greek; hardly from βαίνω.Page in Frisk: 1,852Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιλλίβᾱς
См. также в других словарях:
ὀκρίβας — ὀκρίβᾱς , ὀκρίβας platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκριβάντων — ὀκρίβας platform masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντα — ὀκρίβας platform masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντας — ὀκρίβας platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντες — ὀκρίβας platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντι — ὀκρίβας platform masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντος — ὀκρίβας platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek
ὀκρίβασιν — ὀκρίβᾱσιν , ὀκρίβας platform masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)