-
1 ὀκνηρός
A shrinking, timid,ἐλπίδες -ότεραι Pi.N.11.22
;ἀσθενέας καὶ ὀ. Hp.Acut.28
;- ότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Antipho 2.3.5
;ἐς τὰ πολεμικὰ -ότεροι Th.4.55
, cf. 1.142 ; esp. from fear, opp. τολμηρός, D.25.24 ;τὸ θῆλυ -ότερον Arist.HA 608b13
. Adv.- ρῶς
reluctantly,X.
An.7.1.7 ;ὀ. διακεῖσθαι D.10.28
: [comp] Comp.- ότερον X.Cyr.1.4.6
.2 idle, sluggish, Hierocl.Facet.211, al.II of things, causing fear, vexatious, troublesome,ἡμῖν μὲν.. ταῦτ' ὀκνηρά S.OT 834
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκνηρός
-
2 ὄκνος 1
ὄκνος 1.Grammatical information: m.Meaning: `hesitation, temporization, doubtfulness, bashfulness' (Il.).Compounds: Also as 2. member, e.g. ἄ-οκνος, adv. - ως `without hesitation, determined' (IA. Hes.) with ἀοκν-ία f. `determination' (Hp.).Derivatives: Adj. ὀκν-ηρός `hesitant, doubtful, causing doubt' (Pi., IA.) with - ηρία f. = ὄκνος (LXX, pap. VIp), - ηρεύω `to inspire doubt' (LXX); in the same meaning also ὀκν-ηλός (Theognost.), - ώδης (Dionys. Av.), - αλέος (Nonn.). Denom. ὀκνέω (- είω Ε 255 metr. conditioned; cf. Schwyzer 724 n. 2, Chantraine Gramm. hom. 1, 101, also Shipp Studies 28, 118), also with ἀπ-, κατ-, δι-, `to hesitate, to tarry, to scruple, to shy' (Il.) with ( ἀπ-)όκνησις f. `doubt, reluctance' (Th., Plu.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Isolated. Benveniste BSL 36, 102 f. compares Hitt. ikni-i̯ant- `lame' (`to be considered' Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 20). Earlier attempts, a.o. to Goth. aha `sense, intelligence' etc. (Uhlenbeck PB Beitr. 27, 115; s. also WP. 1, 169 a. Pok. 774), in Bq.Page in Frisk: 2,373-374Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄκνος 1
См. также в других словарях:
καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
κροκηρός — κροκηρός, ά, όν (Α) ο παρασκευασμένος από το φυτό κρόκος («κροκηρὸν φάρμακον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ηρός (πρβλ. οιν ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek