Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀδυνηρός

См. также в других словарях:

  • ὀδυνηρός — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… …   Dictionary of Greek

  • οδυνηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί οδύνη, ο λυπηρός: Οδυνηρό γεγονός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδυνηρά — ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc pl ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc/acc dual ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηρότερον — ὀδυνηρός painful adverbial comp ὀδυνηρός painful masc acc comp sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηροτάτων — ὀδυνηρός painful fem gen superl pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηρῶν — ὀδυνηρός painful fem gen pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηρόν — ὀδυνηρός painful masc acc sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηρότατα — ὀδυνηρός painful adverbial superl ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηρότατον — ὀδυνηρός painful masc acc superl sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνηραῖς — ὀδυνηρός painful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»