-
1 οδυνηρος
-
2 οδυνηρός
-
3 ὀδυνηρός
-
4 ὀδυνηρός
ὀδυνηρός, schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῠτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάϑη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
-
5 ὀδυνηρός
-
6 ὀδυνηρός
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. P. 2.91 πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) Pae. 1.1 -
7 οδυνηρός
ά, ό[ν]1) вызывающий душевную боль; 2) горестный; скорбный; 3) причиняющий боль, болезненный -
8 οδυνηρός
[одинирос] επ. мучительный, болезненный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδυνηρός
-
9 ὀδυνηρός
-ά,-όν A 0-1-2-1-0=4 1 Kgs 2,8; Jer 14,17; 37(30),17; Lam 5,17painful, woeful -
10 οδυνηρός
[одинирос] επ мучительный, болезненный. -
11 ὀδυνηρός
A painful,ἕλκος Pi.P.2.91
, cf. Ar.Ach. 231 ;- ότατα πάθη Pl.Grg. 525c
;- ότατον τραῦμα Jul.Gal. 160d
. Adv. : [comp] Comp.- ότερον Plu.2.837a
.2 distressing,γῆρας Mimn.1.5
;πᾶς.. ὀ. βίος ἀνθρώπων E. Hipp. 189
(anap.);- ότερος βίοτος Ar.Pl. 526
;ὀ. πλοῦτος E.Ph. 566
, cf. Phld. Lib p.15 O. ; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδυνηρός
-
12 οδυνηρός
acı, keder verici, feci -
13 οδυνηρός
douloureux -
14 οδυνηρός
1) bolesny przym.2) dotkliwy przym. -
15 οδυνηρός
1) bolavý2) bolestivý3) bolestný -
16 οδυνηρός
painfulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οδυνηρός
-
17 douloureux
οδυνηρός -
18 bolavý
οδυνηρός -
19 bolestivý
οδυνηρός -
20 bolestný
οδυνηρός
См. также в других словарях:
ὀδυνηρός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί οδύνη, ο λυπηρός: Οδυνηρό γεγονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδυνηρά — ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc pl ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc/acc dual ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότερον — ὀδυνηρός painful adverbial comp ὀδυνηρός painful masc acc comp sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηροτάτων — ὀδυνηρός painful fem gen superl pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρῶν — ὀδυνηρός painful fem gen pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρόν — ὀδυνηρός painful masc acc sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότατα — ὀδυνηρός painful adverbial superl ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότατον — ὀδυνηρός painful masc acc superl sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηραῖς — ὀδυνηρός painful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)