-
81 οδυνηράς
-
82 ὀδυνηράς
-
83 οδυνηρή
-
84 ὀδυνηρή
-
85 οδυνηρότατος
-
86 ὀδυνηρότατος
-
87 οδυνηρότερα
-
88 ὀδυνηρότερα
-
89 οδυνηρότεραι
-
90 ὀδυνηρότεραι
-
91 οδυνηρότερος
-
92 ὀδυνηρότερος
-
93 agonising
adjective (causing agony: an agonizing pain.) οδυνηρός -
94 agonizing
adjective (causing agony: an agonizing pain.) οδυνηρός -
95 bitter
['bitə]1) (having a sharp, acid taste like lemons etc, and sometimes unpleasant: a bitter orange.) πικρός2) (full of pain or sorrow: She learned from bitter experience; bitter disappointment.) οδυνηρός3) (hostile: full of hatred or opposition: bitter enemies.) άσπονδος4) (very cold: a bitter wind.) τσουχτερός•- bitterly
- bitumen
- bituminous -
96 distressing
adjective οδυνηρός -
97 painful
adjective (causing pain: a painful injury.) οδυνηρός -
98 ὀδυναρός
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. P. 2.91 πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) Pae. 1.1 -
99 болевой
επ.του πόνου, οδυνηρός. -
100 болезненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -нно1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•
-ое состояние νοσηρή κατάσταση.
2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•-ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.
3. οδυνηρός•укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.
|| μτφ. θλιβερός•-ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.
См. также в других словарях:
ὀδυνηρός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί οδύνη, ο λυπηρός: Οδυνηρό γεγονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδυνηρά — ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc pl ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc/acc dual ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότερον — ὀδυνηρός painful adverbial comp ὀδυνηρός painful masc acc comp sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηροτάτων — ὀδυνηρός painful fem gen superl pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρῶν — ὀδυνηρός painful fem gen pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρόν — ὀδυνηρός painful masc acc sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότατα — ὀδυνηρός painful adverbial superl ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηρότατον — ὀδυνηρός painful masc acc superl sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηραῖς — ὀδυνηρός painful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)