-
1 οδοντωτός
-
2 ὀδοντωτός
-
3 ὀδοντωτός
-
4 οδοντωτος
-
5 ὀδοντωτός
A with large teeth, of a saw, Gal.18(2).331 ;ξύστρα ὀ.
comb,Luc.
Lex.5 ; cogged, of a wheel, Hero Spir.2.36, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντωτός
-
6 ὀδοντωτός
-
7 οδοντωτός
-
8 зубчатый
οδοντωτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зубчатый
-
9 dişli
οδοντωτός, πριονωτάς -
10 οδοντωτά
ὀδοντωτόςwith large teeth: neut nom /voc /acc plὀδοντωτά̱, ὀδοντωτόςwith large teeth: fem nom /voc /acc dualὀδοντωτά̱, ὀδοντωτόςwith large teeth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ὀδοντωτά
ὀδοντωτόςwith large teeth: neut nom /voc /acc plὀδοντωτά̱, ὀδοντωτόςwith large teeth: fem nom /voc /acc dualὀδοντωτά̱, ὀδοντωτόςwith large teeth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 зубчатый
επ.οδοντωτός•-ое колесо οδοντωτός τροχός•
-ая железная дорога οδοντωτός σιδηρόδρομος.
-
13 зубчатый
зубчат||ыйприл ὁδοντωτός:\зубчатыйое колесо ὁ ὁδοντωτός τροχός, τό γρανάζι· \зубчатыйая передача тех. ἡ μετάδοση κίνησης μέ γρανάζια -
14 οδοντωτών
-
15 ὀδοντωτῶν
-
16 οδοντωτόν
-
17 ὀδοντωτόν
-
18 πρίων
πρίων, ονος, ὁ, die Säge; πρίονος ἐκβρώματ' ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 696; Ar. Ach. 36; ὀδοντωτός, mit Zähnen, μαχαιρωτός, die Steinsäge ohne Zähne, Galen. Uebertr., πρίων ὀδόντων, eine Reihe sägeförmig stehender Zähne, Crinag. 37 (VII, 401). – Eine Art Bohrer zum Trepaniren, Medic. – Phot. lex. p. 331 unterscheidet πριών, die Säge, u. πρίων, der Sägende, vgl. Mein. com. II p. 205, wie auch πρίων' für πρίονϑ' Ar. Vesp. 694 von Dindorf geschrieben wird. – [Ι ist von Natur lang, wie die Stellen aus Soph. u. Ar. zeigen; vgl. Pors. Eur. Med. 5; aber Sp., wie Nic. Ther. 52 u. Leon. Tar. 28, 2 (VI, 204), brauchen es auch kurz. Vgl. Jac. A. P. p. 1050.]
-
19 дифференциал
1. мех. о διαφορικός μηχανισμός, το σύστημα των οδοντωτών τροχών γραναζιών 2. мат. το διαφορικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дифференциал
-
20 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
См. также в других словарях:
ὀδοντωτός — with large teeth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… … Dictionary of Greek
οδοντωτός — ή, ό αυτός που έχει δόντια: Οδοντωτός τροχός. – Οδοντωτό φύλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
ὀδοντωτά — ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc pl ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc/acc dual ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτῶν — ὀδοντωτός with large teeth fem gen pl ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτόν — ὀδοντωτός with large teeth masc acc sg ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτοῖς — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτοί — ὀδοντωτός with large teeth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτῇ — ὀδοντωτός with large teeth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)