-
1 ογδοηκοντούτης
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc pl (attic epic doric)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom sg -
2 ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc pl (attic epic doric)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom sg -
3 ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοντούτης, s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῠτις, D. Cass. 61, 19.
-
4 ογδοηκοντουτης
-
5 ὀγδοηκοντούτης
A eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77 :—fem. [suff] ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.61.19 : [dialect] Ion. [full] ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146 ; [full] ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 ([place name] Perinthus) ; [full] ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγδοηκοντούτης
-
6 ογδωκονταέτει
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut dat sgὀγδωκονταέτεϊ, ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: dat sg (epic) -
7 ὀγδωκονταέτει
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut dat sgὀγδωκονταέτεϊ, ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: dat sg (epic) -
8 ογδωκονταέτη
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
9 ὀγδωκονταέτη
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
10 ογδοηκοντούτεις
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc plὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
11 ὀγδοηκοντούτεις
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc plὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
12 ογδωκονταέτεις
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc plὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
13 ὀγδωκονταέτεις
ὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem acc plὀγδοηκοντούτηςeighty years old: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
14 ὀγδοηκοντα-έτης
ὀγδοηκοντα-έτης u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).
-
15 ὀγδοηκονταέτης
ὀγδοηκοντα-έτης u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig
См. также в других словарях:
ὀγδοηκοντούτης — eighty years old masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… … Dictionary of Greek
ὀγδωκονταέτει — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut dat sg ὀγδωκονταέτεϊ , ὀγδοηκοντούτης eighty years old dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδωκονταέτη — ὀγδοηκοντούτης eighty years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδοηκοντούτεις — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc pl ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδωκονταέτεις — ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem acc pl ὀγδοηκοντούτης eighty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ογδοηκονταετής — ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ές) βλ. ογδοηκοντούτης … Dictionary of Greek
ογδοντάρης — και ογδοηντάρης, θηλ. άρα, ικο [ογδόντα] αυτός που έχει ηλικία 80 ετών, ογδοηκοντούτης … Dictionary of Greek
ογδωκοντ(α)έτης — ὀγδωκοντ(α)έτης, ες (Α) βλ. ογδοηκοντούτης … Dictionary of Greek
ογδωκοντούτης — ὀγδωκοντούτης, ες (Α) ὀγδοηκοντούτης … Dictionary of Greek