-
1 ὀγδοηκοντα-έτης
ὀγδοηκοντα-έτης u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).
-
2 ὀγδοηκονταέτης
ὀγδοηκοντα-έτης u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig -
3 ογδοηκονταετης
См. также в других словарях:
ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… … Dictionary of Greek