-
1 ὀβριμοεργός
ὀβριμο-εργός, starke, gewaltige Taten tuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend -
2 δημιο υργός
δημιο υργός, ep. u. ion. δημιοεργός, von δήμιος und ἔργον, ἔρδω, mit Digamma, δημιοFεργός, vgl. ὀβριμοεργός, ἐντεσιεργός: Einer der öffentliche, dem ganzen Volke nützliche Geschäfte treibt. Bei Homer zweimal, Versausgang οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν: Odyss. 17, 383 werden als solche genannt μάντις, ἰητὴρ κακῶν, τέκτων δούρων, ϑέσπις ἀοιδός, Odyss. 19, 135 κήρυκες. – Folgende: Handwerker, Is. 6, 33; Kuchenbäcker, Her. 7, 31; vgl. Ath. IV, 172 a, ἡ δημ., mit Bspln aus Men. u. Antiphan. l so nach Poll. 3, 41, Et. M. u. Ael. Dion. bei Eust. eigtl. attisch; ὑποδημάιων Plat. Gorg. 467 d; Aerzte, Gorg. 455 b Conv. 186 d, τέχνης Aesch. 1, 97; Kunstverständiger, Ggstz ἰδιώτης, Plat. Polit. 298 c Ion 531 c. Bildhauer, Rep. VII, 529 e. Uebh. Verfertiger von etwas, Soph. Ai. 1014; λόγων Aesch. 3, 215; πειϑοῦς δ. ἡ ῥητορική Plat. Gorg. 453 ai ὠφελείας Charm. 175 a; σοφίας Theag. 125 a u. öfter; ἀρετῆς Arist. pol. 7, 8; Schöpfer, ϑεὸς κόσμου δ. Xen. Mem. 1, 4, 7; Luc. Nigr. 22; vgl. Cic. N. D. 1, 8. – Bei den Peloponnesiern u. Doriern die höchste obrigkeitliche Person, Thuc. 5, 47; Dem. 18, 157; Pol. 24, 5; vgl. Müller's Dorier II, S. 241; δᾱμιωργός, Inscr. 4.
-
3 αἰσυλοεργός
αἰσυλοεργός, Frevel übend, v. l. Il. 5, 403 für ὀβριμοεργός.
-
4 ἰσχῡρο-πράγμων
ἰσχῡρο-πράγμων, ονος, starke, muthige Thaten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.
См. также в других словарях:
οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… … Dictionary of Greek
ὀβριμοεργός — doing strong deeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβριμοεργόν — ὀβριμοεργός doing strong deeds masc/fem acc sg ὀβριμοεργός doing strong deeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβριμοεργῶν — ὀβριμοεργός doing strong deeds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek