-
1 ὀβολο-στατική
ὀβολο-στατική, der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.
-
2 ὀβολοστάτης
A weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu. 1155, Hyp.Fr. 154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20 ; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perh. from στῆσαι, = δανεῖσαι ; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. [suff] ὀβολο-στάτις, Pl. Ax. 367b, Poll.3.112 : hence [suff] ὀβολο-στᾰτική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol. 1258b2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀβολοστάτης
-
3 ὀβολοστατική
ὀβολο-στατική, der schmutzige Wucher, der Obolen wägt -
4 οβολοστατικη
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek