-
1 οβολοστατική
-
2 ὀβολοστατική
-
3 οβολοστατικη
-
4 ὀβολοστατική
ὀβολο-στατική, der schmutzige Wucher, der Obolen wägt
См. также в других словарях:
οβολοστατική — ὀβολοστατική, ἡ (Α) [οβολοστάτης] (ενν. τέχνη) το επάγγελμα τού οβολοστάτη, τού τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο … Dictionary of Greek
ὀβολοστατική — weigher of obols fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)