Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀβελίας

См. также в других словарях:

  • οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… …   Dictionary of Greek

  • ὀβελίας — ὀβελίᾱς , ὀβελία a tax of an obol fem acc pl ὀβελίᾱς , ὀβελία a tax of an obol fem gen sg (attic doric aeolic) ὀβελίᾱς , ὀβελίας baked masc acc pl ὀβελίᾱς , ὀβελίας baked masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίας — ο το αρνί που ψήνεται στη σούβλα, το ψημένο στη σούβλα αρνί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀβελίου — ὀβελίας baked masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωβελία — ἀκρωβελία, η (AM) το άκρο τού ψωμιού που ονομαζόταν οβελίας* άρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὀβελίας] …   Dictionary of Greek

  • ὀβελίαι — ὀβελίᾱͅ , ὀβελία a tax of an obol fem dat sg (attic doric aeolic) ὀβελίας baked masc nom/voc pl ὀβελίᾱͅ , ὀβελίας baked masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίαν — ὀβελίᾱν , ὀβελία a tax of an obol fem acc sg (attic doric aeolic) ὀβελίᾱν , ὀβελίας baked masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀβελίας baked masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OBLATA — apud eosdem, panis est ad sacrificium, ut aiunt, oblatus, hostia nondum consecrata, Car. du Fresne Gloss. Solebat nempe, apud Veteres panis ac vini copia a fidelibus spontaneâ liberalitate conferri, atque ex collatitia dape S. Cena instrui. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οβέλιος — ὀβέλιος, ὁ (Α) βλ. οβελίας …   Dictionary of Greek

  • οβελίτης — ὀβελίτης, ὁ (Α) 1. οβελίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων» …   Dictionary of Greek

  • οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»