-
1 οβελίου
-
2 ὀβελίου
См. также в других словарях:
ὀβελίου — ὀβελίας baked masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβελίς — ἀκροβελίς ( ίδος), η (AM) μσν. 1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῡ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.) 2. είδος ακοντίου (Σούδα) αρχ. η αιχμή τού βέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀβελός] … Dictionary of Greek