Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἴσθμια

См. также в других словарях:

  • Ἰσθμία — Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc/acc dual Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμία — ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc/acc dual ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Ισθμία — Sp Istmijà Ap Ισθμία/Isthmia L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ίσθμια — τα πανελλήνια γιορτή με αγώνες που γίνονταν στον Ισθμό της Κορίνθου την αρχαία εποχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἴσθμι' — ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσθμι' — Ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl Ἴσθμια , Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιαι , Ἴσθμιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμίας — Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem acc pl Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμίας — ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem acc pl ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»