-
1 Ισθμιάς
-
2 Ἰσθμιάς
-
3 ισθμιάς
-
4 ἰσθμιάς
-
5 Ισθμιας
-
6 Ισθμίας
-
7 Ἰσθμίας
-
8 ισθμίας
-
9 ἰσθμίας
-
10 Ἰσθμιάς
a adj. in, of Isthmian gamesἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4
b pl. pro subs., Isthmian gamesδύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.32
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9
-
11 Ἰσθμιάς
II ἡ Ἰ. (sc. ἑορτή ) the Isthmian festival, Pl.Com.46.10: pl., αἱ Ἰσθμιάδες,= τὰ Ἴσθμια, Pi.O.13.33; a period of two years, between each celebration of the games, Apollod.2.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἰσθμιάς
-
12 επιχωριος
I3 и 21) местный, туземный, отечественный(ὄρνιθες Aesch.; ὑποδήματα, κράνεα Her.; φωνή Plut.)
τὸν ἐπιχώριον τρόπον Arph. — по местному обычаю2) касающийся соотечественников3) свойственный, присущий(τῆς ἡμετέρας Μούσης Plat.)
IIὅ местный житель, туземец Plut.οἱ ἐπιχώριοι χθονὸς τῆς Ἰσθμίας Soph. — жители Истмийской земли (т.е. Коринфа)
-
13 Ισθμιάδα
Ἰσθμιάδᾱ, Ἰσθμιάδηςmasc nom /voc /acc dualἸσθμιάδᾱ, Ἰσθμιάδηςmasc gen sg (doric aeolic)ἸσθμιάςIsthmian festival: fem acc sg -
14 Ἰσθμιάδα
Ἰσθμιάδᾱ, Ἰσθμιάδηςmasc nom /voc /acc dualἸσθμιάδᾱ, Ἰσθμιάδηςmasc gen sg (doric aeolic)ἸσθμιάςIsthmian festival: fem acc sg -
15 Ισθμιάδας
Ἰσθμιάδᾱς, Ἰσθμιάδηςmasc acc plἸσθμιάδᾱς, Ἰσθμιάδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἸσθμιάςIsthmian festival: fem acc pl -
16 Ἰσθμιάδας
Ἰσθμιάδᾱς, Ἰσθμιάδηςmasc acc plἸσθμιάδᾱς, Ἰσθμιάδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἸσθμιάςIsthmian festival: fem acc pl -
17 Ισθμιάδες
-
18 Ἰσθμιάδες
-
19 Ισθμιάδεσσιν
-
20 Ἰσθμιάδεσσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ισθμιάς — ἰσθμιάς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον ισθμό («αἱ ἰσθμιάδες σπονδαί», Θουκ.) 2. (ως κύρ. ουσ.) ἡ Ἰσθμιάς τα Ίσθμια, η εορτή τών Ισθμίων 3. ως ουσ. η περίοδος που παρεμβαλλόταν μεταξύ δύο διοργανώσεων τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ἰσθμιάς — Isthmian festival fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμιάς — Isthmian festival fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίας — Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem acc pl Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίας — ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem acc pl ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισθμίας, ιερό — Ένα από τα τέσσερα μεγάλα ιερά της Ελλάδας στην αρχαιότητα, κοντά στο οποίο διεξάγονταν τα Ίσθμια (βλ. λ.), οι πανελλήνιοι αγώνες προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα. Ο ναός του Ποσειδώνα υπήρχε εκεί ήδη από τον 7o αι. π.Χ., την εποχή των Κυψελιδών,… … Dictionary of Greek
ἰσθμιάδα — Ἰσθμιάς Isthmian festival fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμιάδας — Ἰσθμιάς Isthmian festival fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιάδες — Ἰσθμιάς Isthmian festival fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμιάδες — Ἰσθμιάς Isthmian festival fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιάδεσσιν — Ἰσθμιάς Isthmian festival fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)