-
1 Ισπανόν
-
2 Ἱσπανόν
-
3 Ισπανοίς
-
4 Ἱσπανοῖς
-
5 Ισπανού
-
6 Ἱσπανοῦ
-
7 Ισπανώ
-
8 Ἱσπανῷ
-
9 Ισπανών
-
10 Ἱσπανῶν
-
11 Ἱσπανός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἱσπανός
См. также в других словарях:
Ἱσπανόν — neut nom/voc/acc sg Ἱσπανός masc acc sg Ἱσπανός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανοῖς — Ἱσπανόν neut dat pl Ἱσπανός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανοῦ — Ἱσπανόν neut gen sg Ἱσπανός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανῶν — Ἱσπανόν neut gen pl Ἱσπανός fem gen pl Ἱσπανός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανῷ — Ἱσπανόν neut dat sg Ἱσπανός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανός — ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, ή, όν) ο κάτοικος τής Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία αρχ. 1. ο ισπανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν είδος λαδιού … Dictionary of Greek