-
1 λιθάργυρος
λιθάργυροςlitharge: fem nom sg -
2 λιθάργυρος
ο хим. окись свинца -
3 λιθάργυρος
λῐθάργυρ-ος, ἡ,A litharge, lead monoxide, Nic.Al. 594, Gal.13.397, al.: sts. called λ. ἀργυρῖτις, to dist. it from λ. χρυσῖτις (flake litharge), Dsc.5.87.II as Adj., = foreg., Achae.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθάργυρος
-
4 λιθάργυρος
λιθ-άργυρος, ἡ, eigtl. Steinsilber, Glätte, Silber- u. Bleiglätte, die beim Schmelzen des Silbers u. s. w. entsteht, spuma argenti. Auch ein Metall, aus dem weiße, dem Zinn ähnliche Gefäße gemacht wurden, wahrscheinlich eine Mischung von Blei u. Silber, stannum -
5 λιθαργύρου
λιθάργυροςlitharge: fem gen sg -
6 λιθάργυρον
λιθάργυροςlitharge: fem acc sg -
7 μολυβδῖτις
μολυβδῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιϑάργυρος, Sp.
-
8 λιθαργυρο-φανής
λιθαργυρο-φανής, ές, wie λιϑάργυρος aussehend, Diosc.
-
9 λιθ-αργύρινος
λιθ-αργύρινος, aus λιϑάργυρος gemacht, Arist. soph. elench. 1, 1 u. Sp.
-
10 λιθαργύρω
-
11 λιθαργύρῳ
-
12 Καλαύρεια
Κᾰλαύρεια, ἡ, Calauria, an island off Troezen, A.R.3.1243, IG4.752.18 (Troezen, ii B.C.), etc.; later [full] Καλαυρία, Str.8.6.3, etc.: [full] Κᾰλαύρῐα, ἡ, D.P.499:—hence [full] Κᾰλαυρεάτης, ου, [dialect] Dor. [suff] κᾰλᾰμ-τᾱς, α, ὁ,A citizen of C., IG4.839 (Calauria, iv B.C.); [full] Καλαυρῖτις λιθάργυρος, f.l. for σκαλαυθρῖτις, Dsc.5.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καλαύρεια
-
13 λιθαργύρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθαργύρινος
-
14 μολυβδῖτις
μολυβδ-ῖτις, ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολυβδῖτις
-
15 σκαλαυθρῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλαυθρῖτις
-
16 χρυσίτης
A like gold, containing gold,ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102
, Str.3.2.8;λίθος IG22.1424
a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103;χ. γῆ Gal.12.184
; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87.II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b.2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102.3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσίτης
-
17 ἀργυρίτης
A of or belonging to silver,γῆ
containing silver-ore,Posidon.
48, cf. Gal.12.184;ψάμμος Dsc.5.94
;βῶλος Plb.34.9.10
; more freq. ἀργυρῖτις, ἡ, as Subst., silver-ore,φλὲψ ἀργυρίτιδος X.Vect.1.5
, cf. 4.4; κατεργασάμενος τὴν ἀ. Docum. ap. D.37.28; also a form of λιθάργυρος, Dsc.5.87.II of or for money, ἀγὼν ἀργυρίτης a contest in which the prize was money (cf. στεφανίτης), Plu.2.820d, Lync. ap.Ath.13.584c.2 a moneyed man, AB442.3 fem. -ῖτις, = λινόζωστις ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρίτης
-
18 ἑλκηΐς
ἑλκ-ηΐς· ἡ λιθάργυρος, Hsch. -
19 Ἱσπανός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἱσπανός
-
20 ὄλπη
ὄλπη, ἡ,A leathern oil-flask, esp. used in the wrestling-school, Theoc. 2.156, Nic.Th.97 ; Corinth.. Byz., and Cypr. word, acc. to Clitarch. ap.Ath.11.495c ;λιθάργυρος ὄ. Achae.19
; a Cynic's flask, AP6.293 (Leon.), 7.68 (Arch.).2 = πρόχοος, Ion Trag.10 (Thess. in this sense acc. to Clitarch. l.c.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιθάργυρος — litharge fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… … Dictionary of Greek
λιθάργυρος — ο οξείδιο του μολύβδου που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλοιφών και εμπλάστρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθαργύρου — λιθάργυρος litharge fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαργύρῳ — λιθάργυρος litharge fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάργυρον — λιθάργυρος litharge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
litargirio — (Del lat. lithargyrum < gr. lithargyros.) ► sustantivo masculino 1 MINERALOGÍA Monóxido de plomo de color amarillo casi rojizo, que es ligeramente soluble en agua, que se oxida al ponerlo al rojo y se convierte en minio. SINÓNIMO [litarge]… … Enciclopedia Universal
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθαργυροφανής — λιθαργυροφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη λιθαργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθάργυρος + φανής (< θ φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] … Dictionary of Greek