Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἱερώνυμος

См. также в других словарях:

  • Ἱερώνυμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώνυμος — of hallowed name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • Ιερώνυμος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιερώνυμος Βοναπάρτης — (Jérome Bonaparte, 1784 – 1860). Βασιλιάς της Βεστφαλίας (1807 13). Ήταν μικρότερος αδελφός του Ναπολέοντα Α’. Κατετάγη το 1800 στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό και πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, όπως αυτή στον Άγιο Δομίνικο. Το 1803, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιερώνυμος ο εκ Πράγας — (1374 – 1416). Βοημός θεολόγος. Σπούδασε στην Κολονία, στη Χαϊδελβέργη, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τη διδασκαλία του Άγγλου μεταρρυθμιστή Βίκλεφ και έγινε φανατικός οπαδός του. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Βάος, Ιερώνυμος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Μύκονο. Πολέμησε με τον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι. Στην Ελλάδα πολέμησε μέχρι το τέλος του Αγώνα ως αξιωματικός …   Dictionary of Greek

  • Βογιατζής, Ιερώνυμος — (Δημητσάνα 1824 – 1897).Λόγιος κληρικός. Μαθήτευσε στην ονομαστή σχολή της Δημητσάνας. Ο Β. ήταν ο πρώτος Γορτύνιος που επιδόθηκε σε αρχαιολογικές έρευνες στην Αρκαδία και με δικά του έξοδα έκανε ανασκαφές. Ίδρυσε το αρχαιολογικό μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα …   Dictionary of Greek

  • Παδοβάνης, Μάρκος Ιερώνυμος — (1784 – 1858). Έλληνας λόγιος από την Kέρκυρα. Μετά τις σπουδές του στη Νάπολη της Ιταλίας και τη Λισαβόνα (φιλολογία, μαθηματικά, μηχανική) επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου ίδρυσε σχολή ξένων γλωσσών (1810). Διετέλεσε συντάκτης της Ιονίου εφημερίδος …   Dictionary of Greek

  • Περιστιάνης, Ιερώνυμος — (1870 1931). Κύπριος λόγιος. Έγραψε πολλά έργα με ιστορικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο, που αποτελούν συμβολή στη μελέτη της ιστορίας της Κύπρου. Από τα έργα του τα εγκυρότερα είναι η δίτομη Γενική Ιστορία της Κύπρου και η Ιστορία των ελληνικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»