-
1 Ιερωνυμος
ὅ Иероним1) родом из Андра, победивший в борьбе на Олимпийских состязаниях (ок. 480 г. до н.э. Тисамена Her.)2) родом из Кардии, участник походов Александра Македонского и Эвмена, впоследствии доверенное лицо Деметрия и Антигона Гоната, автор истории диадохов, до нас не дошедшей, но использованной историками, в частности, Плутархом Diod.3) внук и преемник Иерона Младшего, царь Сиракуз, сторонник Карфагена, убитый на 13-м месяце царствования в 216 г. до н.э. Polyb.4) родом из Родоса, ученик Аристотеля, философ времен Птолемея Филадельфа Cic.5)(Σωφρόνιος Εὐσέβιος) родом из Стридона в Далматии, переводчик Библии на латинский язык, 331-420 гг. н.э.
-
2 Ιερώνυμος
-
3 Ἱερώνυμος
-
4 ιερώνυμος
-
5 ἱερώνυμος
-
6 Ιερώνυμος
Ιερώνυμος οИероним –1) Иероним Стридонский, преподобномученик, латинский церковный писатель, святой Православной и Католической Церквей: июнь 15/28;2) мужское имяЭтим.< ιερώνυμος «носящий священное имя» < ιερ(ο) + όνομα -
7 ιερωνυμος
-
8 Ἱερώνυμος
Ἱερώνυμος, ου, ὁ (Hdt. 9:33, 2; Joseph.) Jerome proconsul in Ephesus AcPl Ha 1, 30; 33; 2, 9; 12; 3, 1; 4; 4, 5; 8; 16; 5, 4; 10; 22. -
9 ἱερώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερώνυμος
-
10 ἱερώνυμος
-
11 ιερώνυμον
ἱερώνυμοςof hallowed name: masc /fem acc sgἱερώνυμοςof hallowed name: neut nom /voc /acc sg -
12 ἱερώνυμον
ἱερώνυμοςof hallowed name: masc /fem acc sgἱερώνυμοςof hallowed name: neut nom /voc /acc sg -
13 Ιερωνύμου
-
14 Ἱερωνύμου
-
15 Ιερωνύμω
-
16 Ἱερωνύμῳ
-
17 Ιερωνύμωι
-
18 Ἱερωνύμωι
-
19 Ιερώνυμοι
-
20 Ἱερώνυμοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἱερώνυμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώνυμος — of hallowed name masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
Ιερώνυμος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιερώνυμος Βοναπάρτης — (Jérome Bonaparte, 1784 – 1860). Βασιλιάς της Βεστφαλίας (1807 13). Ήταν μικρότερος αδελφός του Ναπολέοντα Α’. Κατετάγη το 1800 στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό και πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, όπως αυτή στον Άγιο Δομίνικο. Το 1803, ενώ ήταν… … Dictionary of Greek
Ιερώνυμος ο εκ Πράγας — (1374 – 1416). Βοημός θεολόγος. Σπούδασε στην Κολονία, στη Χαϊδελβέργη, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τη διδασκαλία του Άγγλου μεταρρυθμιστή Βίκλεφ και έγινε φανατικός οπαδός του. Όταν… … Dictionary of Greek
Βάος, Ιερώνυμος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Μύκονο. Πολέμησε με τον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι. Στην Ελλάδα πολέμησε μέχρι το τέλος του Αγώνα ως αξιωματικός … Dictionary of Greek
Βογιατζής, Ιερώνυμος — (Δημητσάνα 1824 – 1897).Λόγιος κληρικός. Μαθήτευσε στην ονομαστή σχολή της Δημητσάνας. Ο Β. ήταν ο πρώτος Γορτύνιος που επιδόθηκε σε αρχαιολογικές έρευνες στην Αρκαδία και με δικά του έξοδα έκανε ανασκαφές. Ίδρυσε το αρχαιολογικό μουσείο που… … Dictionary of Greek
Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα … Dictionary of Greek
Παδοβάνης, Μάρκος Ιερώνυμος — (1784 – 1858). Έλληνας λόγιος από την Kέρκυρα. Μετά τις σπουδές του στη Νάπολη της Ιταλίας και τη Λισαβόνα (φιλολογία, μαθηματικά, μηχανική) επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου ίδρυσε σχολή ξένων γλωσσών (1810). Διετέλεσε συντάκτης της Ιονίου εφημερίδος … Dictionary of Greek
Περιστιάνης, Ιερώνυμος — (1870 1931). Κύπριος λόγιος. Έγραψε πολλά έργα με ιστορικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο, που αποτελούν συμβολή στη μελέτη της ιστορίας της Κύπρου. Από τα έργα του τα εγκυρότερα είναι η δίτομη Γενική Ιστορία της Κύπρου και η Ιστορία των ελληνικών… … Dictionary of Greek